- εριφειος
- ἐρίφειος2козлячий
κρέας ἐρίφειον Xen. — мясо козленка, молодая козлятина
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρέας ἐρίφειον Xen. — мясо козленка, молодая козлятина
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερίφειος — ἐρίφειος, ον (Α) [έριφος] αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐρίφειος — of a kid masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφειον — ἐρίφειος of a kid masc/fem acc sg ἐρίφειος of a kid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείοις — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείου — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείων — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείῳ — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφεια — ἐρίφειος of a kid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek